κρεισσονεύω

κρεισσονεύω
κρεισσονεύω (AM) [κρείσσων]
είμαι καλύτερος από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρειττονεύω — κρεισσονεύω , κρεισσονεύω to be better pres subj act 1st sg κρεισσονεύω , κρεισσονεύω to be better pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • κρεισσώ — κρεισσῶ, όω (AM) [κρείσσων] 1. κρεισσονεύω* 2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή …   Dictionary of Greek

  • κρειττονεύειν — κρεισσονεύειν , κρεισσονεύω to be better pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”